κατανδρολογία

κατανδρολογία
κατανδρολογία, ἡ (Α)
η φορολογία κατ' άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ' ἄνδρα + -λογία (< -λόγος < λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”